- χειροφιλητής
- οαυτός που φιλάει το χέρι κάποιου για να του εκδηλώσει το σεβασμό του.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
χειροφιλητής — ο, Ν ειρων. αυτός που φιλάει συχνά τα χέρια άλλων για να δείξει τάχα σεβασμό ή ευγένεια. [ΕΤΥΜΟΛ. < χειρ(ο) * + φιλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1889 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek